γεννήτρα

γεννήτρα
η
η μάνα: Η γεννήτρα γη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεννήτρια — και γεννήτρα, η (AM γεννήτρια) 1. η μητέρα 2. η πηγή από την οποία εκπηγάζει κάτι νεοελλ. συσκευή ή μηχανή με την οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού γεννήτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”